παντοδυναμία — η το να είναι κανένας παντοδύναμος: Η παντοδυναμία του δικτάτορα έχει μέσα της το σπέρμα της αυτοκαταστροφής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ουγενότοι — (γαλλ. Huguenots). Όνομα άγνωστης προέλευσης, με το οποίο χαρακτηρίζονταν οι Γάλλοι διαμαρτυρόμενοι κατά την περίοδο των θρησκευτικών συγκρούσεων του 16ου και 17ου αι. Όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ο γαλλικός προτεσταντισμός –κυρίως… … Dictionary of Greek
Πίνδαρος — I Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Κυνός Κεφαλαί, Βοιωτία 518 Άργος 440 π.Χ.), ο κορυφαίος των αρχαίων λυρικών. Ξένος πνευματικά στη μεταβολή που ακολούθησε μετά τους περσικούς πολέμους και οδήγησε στον θρίαμβο της δημοκρατίας, παράμεινε επίμονα… … Dictionary of Greek
Σαβαώθ — Λέξη εβραϊκή που σημαίνει «Κύριος των δυνάμεων». Αναφέρεται στον Ησαΐα (Παλαιά Διαθήκη) και στην Καινή Διαθήκη από την οποία και υιοθετήθηκε και στη λειτουργική γλώσσα της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Γνωστός είναι ο ύμνος που ψάλλεται κατά τη θεία… … Dictionary of Greek
απειροδυναμία — ἀπειροδυναμία, η (Α) άπειρη δύναμη, παντοδυναμία … Dictionary of Greek
δύναμη — (Φυσ.). Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική για να χαρακτηρίσει την αιτία κάθε μεταβολής στην κινητική κατάσταση των σωμάτων ή κάθε παραμόρφωσής τους. Έτσι, υπάρχει, για παράδειγμα, η δ. του βάρους, η ελαστική δ. που ασκείται από ένα… … Dictionary of Greek
επικράτηση — η (AM ἐπικράτησις) [επικρατώ] 1. υπερίσχυση, κατίσχυση, νίκη («η επικράτηση τών ελληνικών όπλων») 2. (για πράγμ., ιδέες, καταστάσεις) καθιέρωση, προτίμηση («επικράτηση ρεαλιστικών τάσεων») μσν. επικράτεια αρχ. παντοδυναμία, κυριαρχία … Dictionary of Greek
θεοφανής — I (1ος αι. π.Χ.). Ιστορικός από τη Μυτιλήνη. Παρακολούθησε τις εκστρατείες του Πομπήιου και τις περιέγραψε, συγκρίνοντάς τις με εκείνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό κολάκευσε τον Πομπήιο, που τον αναγόρευσε, το 61 π.Χ., Ρωμαίο πολίτη. Στον… … Dictionary of Greek
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
κοσμοκρατορία — η (Μ κοσμοκρατορία) [κοσμοκράτωρ] η κυριαρχία και η διακυβέρνηση όλου ή σχεδόν όλου τού κόσμου, παντοδυναμία («η κοσμοκρατορία τού Μεγάλου Αλεξάνδρου») … Dictionary of Greek