παντοδυναμία

παντοδυναμία
Το να είναι κανείς παντοδύναμος, το να μπορεί να κάνει τα πάντα. Ο όρος π. χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στις μονοθεϊστικές θρησκείες για να εξαρθεί η δύναμη του ενός θεού. Στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη είναι συχνή η υπενθύμιση της π. του Θεού. Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, θέλοντας να αποτρέψει την παρερμηνεία της ιδιότητας του π. Θεού, γράφει: «Ο Θεός μεν όσα θέλει δύναται, ουχ όσα δε δύναται θέλει, δύναται γαρ απολέσαι τον κόσμον, ου θέλει δε».
* * *
η [παντοδύναμος]
η ιδιότητα τού παντοδύναμου, το να είναι κανείς παντοδύναμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παντοδυναμία — η το να είναι κανένας παντοδύναμος: Η παντοδυναμία του δικτάτορα έχει μέσα της το σπέρμα της αυτοκαταστροφής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ουγενότοι — (γαλλ. Huguenots). Όνομα άγνωστης προέλευσης, με το οποίο χαρακτηρίζονταν οι Γάλλοι διαμαρτυρόμενοι κατά την περίοδο των θρησκευτικών συγκρούσεων του 16ου και 17ου αι. Όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ο γαλλικός προτεσταντισμός –κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • Πίνδαρος — I Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Κυνός Κεφαλαί, Βοιωτία 518 Άργος 440 π.Χ.), ο κορυφαίος των αρχαίων λυρικών. Ξένος πνευματικά στη μεταβολή που ακολούθησε μετά τους περσικούς πολέμους και οδήγησε στον θρίαμβο της δημοκρατίας, παράμεινε επίμονα… …   Dictionary of Greek

  • Σαβαώθ — Λέξη εβραϊκή που σημαίνει «Κύριος των δυνάμεων». Αναφέρεται στον Ησαΐα (Παλαιά Διαθήκη) και στην Καινή Διαθήκη από την οποία και υιοθετήθηκε και στη λειτουργική γλώσσα της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Γνωστός είναι ο ύμνος που ψάλλεται κατά τη θεία… …   Dictionary of Greek

  • απειροδυναμία — ἀπειροδυναμία, η (Α) άπειρη δύναμη, παντοδυναμία …   Dictionary of Greek

  • δύναμη — (Φυσ.). Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική για να χαρακτηρίσει την αιτία κάθε μεταβολής στην κινητική κατάσταση των σωμάτων ή κάθε παραμόρφωσής τους. Έτσι, υπάρχει, για παράδειγμα, η δ. του βάρους, η ελαστική δ. που ασκείται από ένα… …   Dictionary of Greek

  • επικράτηση — η (AM ἐπικράτησις) [επικρατώ] 1. υπερίσχυση, κατίσχυση, νίκη («η επικράτηση τών ελληνικών όπλων») 2. (για πράγμ., ιδέες, καταστάσεις) καθιέρωση, προτίμηση («επικράτηση ρεαλιστικών τάσεων») μσν. επικράτεια αρχ. παντοδυναμία, κυριαρχία …   Dictionary of Greek

  • θεοφανής — I (1ος αι. π.Χ.). Ιστορικός από τη Μυτιλήνη. Παρακολούθησε τις εκστρατείες του Πομπήιου και τις περιέγραψε, συγκρίνοντάς τις με εκείνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό κολάκευσε τον Πομπήιο, που τον αναγόρευσε, το 61 π.Χ., Ρωμαίο πολίτη. Στον… …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • κοσμοκρατορία — η (Μ κοσμοκρατορία) [κοσμοκράτωρ] η κυριαρχία και η διακυβέρνηση όλου ή σχεδόν όλου τού κόσμου, παντοδυναμία («η κοσμοκρατορία τού Μεγάλου Αλεξάνδρου») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”